βιοποριστής

βιοποριστής
ο
αυτός που αποκτά τα προς το ζην με προσωπική εργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + ποριστής < πορίζω «παρέχω». Η λ. στον πληθ., βιοπορισταί, οι, μαρτυρείται το 1896 από τη Σεβαστή Καλλισπέρη στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βιοποριστής — ο ο βιοπαλαιστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”