- βιοποριστής
- οαυτός που αποκτά τα προς το ζην με προσωπική εργασία.[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + ποριστής < πορίζω «παρέχω». Η λ. στον πληθ., βιοπορισταί, οι, μαρτυρείται το 1896 από τη Σεβαστή Καλλισπέρη στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.